Από  «Τα ρέστα» , «Το αμάρτημα της μητρός μου»

ΜΙΑ «ΓΛΥΚΙΑ» …ΙΣΤΟΡΙΑ

      Ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας με τους γονείς μου και τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Λόγω των αγροτικών εργασιών που κάναμε δεν αντιμετωπίζαμε οικονομικά προβλήματα. Παρά την ολοήμερη εργασία στα κτήματα, ζούσαμε αρμονικά. Μετά από κάποια χρόνια ο αδερφός μου αποφάσισε να παντρευτεί με μια κοπέλα από το διπλανό χωριό και πλέον μέναμε όλοι μαζί με τους γονείς μας στο σπίτι, όπως είθισται εκείνη την εποχή.

Από τη «Φραγκογιαννού»

- Κυρία  Φραγκογιαννού γιατί κάνατε αυτές τις εγκληματικές πράξεις και σκοτώνατε ή πνίγατε κοριτσάκια σε μικρή ηλικία, όπως πήγατε να κάνετε και σε μένα; 

- Έχω περάσει πολλά στην οικογένεια μου και έχω καταλάβει ότι τα αγόρια είναι ανωτέρα από τα κορίτσια. Επιπλέον, εμάς τις γυναίκες  μας αντιμετωπίζουν αλλιώς ,πιο σκληρά και μας εκμεταλλεύονται .Για αυτό κι εγώ το έχω μετανιώσει που είμαι κορίτσι και σκοτώνω άλλα μικρά κορίτσια για να μην υποφέρουν.

-Ναι αλλά για ποιο λόγο να τις πνίγετε και να τις σκοτώνετε; Συναισθήματα  για τους γονείς των παιδιών δεν έχετε καθόλου; Αν πάθαινα κάτι και εγώ, ξέρετε πόσο πολύ θα στεναχωριόντουσαν οι γονείς μου ; 

Από την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα

 Αφού περίμενε με ανυπομονησία να έρθει η παραδουλεύτρα φέρνοντας κάτι βρώσιμο για τον ίδιο, διαπίστωσε μια περίεργη μυρωδιά να έρχεται μέσα από την κουζίνα που όλοι ακόμη ήταν μαζεμένοι. Ο Γκρέγκορ χωρίς να διστάσει ξανά πλησίασε την πόρτα και κοιτάζοντας από την χαραμάδα είδε τον πατέρα του να καλωσορίζει μέσα στο σπίτι έναν μυστηριώδη άγνωστο για αυτόν άνδρα. Ρόμπερ έπρεπε να τον λέγανε αφού με δυσκολία κατάφερνε να ακούσει τι λέγανε γιατί δεν ήθελαν να ξυπνήσουν τους νοικάρηδες.

Από τη «Φραγκογιαννού»

    Και ενώ η Φραγκογιαννού έγινε αντιληπτή από τη μάνα του βρέφους το οποίο έπνιξε στην κούνια του, ακάθεκτη συνέχισε το έργο το οποίο θεωρούσε ότι έπρεπε να επιτελέσει. Συνεχίζοντας λοιπόν την παρανοϊκή της δράση προσπάθησε να ‘σώσει’ μία ακόμα οικογένεια από τα βάσανα που θα την περίμεναν μακροπρόθεσμα, όταν έφτανε η ώρα να προικοδοτήσουν τα κορίτσια τους. Επόμενος στόχος της ήταν τα δύο κορίτσια ενός άλλου βοσκού, ευτυχώς όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον παραλογισμό της πνίγοντας δύο ακόμα αθώα πλάσματα, εφόσον η μάνα του βρέφους είχε ήδη ειδοποιήσει τους χωροφύλακες και όλοι μαζί την καταδίωκαν και από τις φωνές της δύσμοιρης μάνας εκτός από τη χωροφυλακή ξεσηκώθηκε και όλο το χωριό. Κρατώντας ξύλα στα χέρια σαν να προσπαθούσαν να ξορκίσουν κάποιον δαίμονα, φωνάζοντας αγριεμένοι «Φόνισσα», το μόνο που ήθελαν ήταν να την ακινητοποιήσουν, να μάθουν γιατί ίσως και να τη σκοτώσουν για τις αμαρτίες που διέπραξε.

Από την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα

 

Ο Αργοπορημένος

Η ώρα είναι οκτώ και δέκα, ο Στάνλεϊ είχε αργήσει να ξυπνήσει περισσότερο απ' όσο συνήθως. Μόλις κοίταξε το ρολόι πετάχτηκε αμέσως απ’ το κρεβάτι του και φόρεσε βιαστικά τα χθεσινά του ρούχα που κάθονταν απλωμένα στην πολυθρόνα και το πάτωμα του δωματίου του. Σκεφτόταν πως δεν ήταν δυνατόν να ξαναργήσει στην δουλειά. Το αφεντικό του δεν είναι καθόλου ανεκτικό και φοβόταν πως αυτή τη φορά θα τον απέλυε. Ή μάλλον, ευχόταν να απολυθεί, αφού ενώ η δουλειά του ήταν κουραστική και το αφεντικό του πιεστικό και ανυπόφορο, δεν έβρισκε ποτέ το θάρρος να παραιτηθεί από μόνος του.