«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

Ιανουάριος μέρα 23η χρονολογία 1985 σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, η γυναίκα με τα λαμπερά ξανθά μαλλιά (δεν έχει θεωρήσει σημαντικό να μου συστηθεί) μου χαμογέλασε φέρνοντας το πρωινό που είχε φτιάξει η μητέρα για μένα. Ήταν πιο φιλική από άλλες φορές, μου έκανε εντύπωση αλλά το αγνόησα. Αφού έφαγα  αυτό το όχι τόσο γευστικό τοστάκι αποφάσισα αντί να παίξω με την Αμαλία , όπως κάνω κάθε μέρα μετά το πρωινό, να φωνάξω την ξανθιά γυναίκα και να της κάνω κάποιες ερωτήσεις, ίσως έχω την τύχη να μου απαντήσει λόγω της καλής της διάθεσης!!

«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

Μπήκανε στην αίθουσα. Εκείνος περίμενε απ’ έξω. Ήτανε φοβισμένος. Το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. Ένιωθε τα πόδια του να παραλύουν. Σκαρφάλωσε σε ένα περβάζι για να καταφέρει να δει έστω και λίγο το τι συνέβαινε. Μάταια. Το ύψος του δεν τον «βοηθούσε». Τελικά είχανε δίκιο οι υπόλοιποι που τον φώναζαν «τάπα». «Αλλά τι σημασία έχει αν είσαι ψηλός ή κοντός ; Σάμπως οι ψηλοί γλυτώνουν το κατσάδιασμα;», αναρωτήθηκε. «Καμία διαφορά δεν κάνει το ύψος» είπε στον εαυτό του και άρχισε πάλι να αγχώνεται. Είχε περάσει ,ήδη, ένα τέταρτο το οποίο του είχε φανεί σαν αιώνας.  Ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος στο χρυσό του ρολόι. «Μπορεί να χάλασε», σκέφτηκε. Όντας σκουριασμένο από τα χρόνια θα ήταν λογικό κάποια στιγμή να «σταματήσει». Το ρολόι ήταν του παππού του. Του το είχε κάνει δώρο λίγο πριν «φύγει για ένα ταξίδι στο εξωτερικό » ,όπως χαρακτηριστικά του είχε πει η μητέρα του. Ήτανε μόλις στην τετάρτη δημοτικού όταν τον είδε για τελευταία φορά. Αναπάντεχα, τον έπιασε μια νοσταλγία για τον παππού του. 

«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

Ακόμα και αν η Ελένη αγαπούσε πολύ τα τρία της αγόρια δεν ήξερε πως να τους το δείξει. Η ίδια από μικρή δεν δέχτηκε καθόλου αγάπη από την οικογένειά της, πόσο μάλλον από τους γονείς της. Δεν έμαθε ποτέ πως είναι να παίρνεις και να δίνεις αγάπη. Δεν είχε καν ιδέα πώς έπρεπε να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αν τα αγαπούσε όμως; Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ζούσε μόνη της. Ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει χρόνια πριν. Όταν το κατάλαβε. Πρώτος από όλους. Και, ακόμη και αν κανείς δεν τον πίστεψε, ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι είχε δίκιο και αποφάσισε ότι θα ήταν καταστροφικό για τον ίδιο αν παρέμενε έστω για μια ακόμη μέρα στο το πλάι της. Την Ελένη δεν την πείραξε όμως. Όχι ότι τον είχε ερωτευτεί και ποτέ, προξενιό ήταν. Η Ελένη έγραφε στο ημερολόγιό της. Κάθε φορά που η ζωή την χτυπούσε πισώπλατα, το άνοιγε και διάβαζε τις αναμνήσεις που είχε καταγράψει.

«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

Η Άλλη Μάνα

      Την αγαπούσα πολύ την μαμά μου… Αλήθεια την αγαπούσα! Πηγαίναμε μαζί στο πάρκο και παίζαμε και γελάγαμε και μας είχε όλους αγκαλιά, εμένα και τα αδέρφια μου. Μαγειρεύαμε μαζί, εε εντάξει δεν ήξερα πολλά αλλά την βοηθούσα όσο μπορούσα. Χορεύαμε στις γιορτές και περνάγαμε ωραία. Η καλύτερη μαμά του κόσμου έλεγα στους φίλους μου συνέχεια και λέγανε πως η δική τους ήταν, μα εγώ το ήξερα πως καμία μαμά δεν ήταν σαν την δική μου.  

Επιλογή σκηνής και γραφή με διαφορετικό τρόπο. «Μπρεχτ», «Το αστείο»

Μα δεν βρίσκει τις λέξεις. Μπερδεύεται, φοβάται  η χαρά την στεναχωρεί

-Ξέρετε … μου λέει σε μια στιγμή χωρίς να με κοιτάζει 

-Τί;  τη ρωτάω εγώ 

- Αυτό που είπατε όταν κατεβαίναμε το βουνό…

Μάλλον με κατάλαβε