Επιλογή σκηνής και γραφή με διαφορετικό τρόπο. «Μπρεχτ», «Το αστείο»

    «Θεέ μου, τι ήταν αυτό που έπαθε εκείνη τη στιγμή η Ναντέκα..Άρχισε να φωνάζει

να γελάει μ΄όλη της την όψη, ν΄απλώνει τα χέρια της προς τον άνεμο, χαρούμενη,

ευτυχισμένη και τόσο ωραία!..Κι εγώ θα έφευγα μετά δύο μέρες..»

      Σε δευτερόλεπτα πέρασαν από το μυαλό μου όλες εκείνες οι στιγμές στο παγοδρόμιο

σαν ένα μαγικό όμορφο όνειρο που είμαι σίγουρος πως όμοιό του δε θα ξαναζούσα.

Κι όσο την έβλεπα να απλώνει τα χέρια της προς τον άνεμο χαρούμενη, ευτυχισμένη,

συλλογιζόμουν το μέλλον μου δίχως την παρουσία της, σε μια πόλη μακριά από

τη δική της. Προτού ακόμη τελειώσω την σκέψη μου, χωρίς να καταλάβω πως έγινε,

πήδηξα τον ψηλό φράχτη και βρέθηκα μπροστά σ΄αυτά τα όμορφα, μελαγχολικά

μάτια.

      « Νάδια σ΄αγαπώ..» της ξαναψιθύρισα αυτή τη φορά με καθαρή φωνή και σοβαρό

βλέμμα. Τα μάτια της έλαμψαν από ευτυχία, το χλωμό της πρόσωπο έγινε ροδοκόκκινο

σαν ανθισμένο τριαντάφυλλο και η φωνή της ψέλλισε λόγια χαράς και ανακούφισης.

Πώς να της πω ότι σε λίγο θα χαθούμε για πάντα, ότι θα φύγω μακριά και τα λόγια

μου θα μείνουν μόνο μια ανάμνηση. Πόσο θα πλήγωνα την ευαίσθητη ψυχή της

με την πράξη μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω, από τα χείλη μου δεν έβγαινε ούτε λέξη,

μόνο την κοιτούσα και με κοιτούσε κι αυτή. Μέσα μου πάλευα να βρω μια απάντηση,

ένα δρόμο στο αδιέξοδο, ένα φως στο λαβύρινθο που βρισκόμουν.

       Για αρκετή ώρα στεκόμασταν και οι δυο σαν ονειροπόλοι που βιάζονται να ξυπνήσουν

και να ζήσουν τα όνειρά τους. Ήμουν σίγουρος πιο όνειρο ήθελε η Νάδια να ζήσει

κι όταν τα χέρια της που απλώνονταν να πιάσουν τον άνεμο τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω

μου, κατάλαβα πιο είναι και το δικό μου όνειρο. Δεν υπήρχε για μένα άλλη πορεία

πέρα από αυτήν που με οδηγούσε στην Νάδια.

        Στα χρόνια που πέρασαν παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε παιδιά και δεν ξεχάσαμε ποτέ

εκείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο στο παγοδρόμιο