Από  «Τα ρέστα» , «Το αμάρτημα της μητρός μου»

ΜΙΑ «ΓΛΥΚΙΑ» …ΙΣΤΟΡΙΑ

      Ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας με τους γονείς μου και τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Λόγω των αγροτικών εργασιών που κάναμε δεν αντιμετωπίζαμε οικονομικά προβλήματα. Παρά την ολοήμερη εργασία στα κτήματα, ζούσαμε αρμονικά. Μετά από κάποια χρόνια ο αδερφός μου αποφάσισε να παντρευτεί με μια κοπέλα από το διπλανό χωριό και πλέον μέναμε όλοι μαζί με τους γονείς μας στο σπίτι, όπως είθισται εκείνη την εποχή.

       Οι γονείς μας ήταν πολύ χαρούμενοι και ανάμεναν και τα δικά μου «ευχάριστα» γιατί αυτό ήταν το όνειρο τους πριν «κλείσουν τα μάτια τους». Η χαρά τους διπλασιάστηκε με τον ερχομό του πρώτου τους εγγονού. Η ζωή μας κυλούσε όμορφα μέχρι που μια μέρα ο πατέρας πέθανε στον ύπνο του. Η μητέρα ήταν απαρηγόρητη που έχασε το στήριγμα της και πια στο σπίτι κυριαρχεί η λύπη. Κάθε μέρα που περνάει η κατάσταση της μητέρας χειροτερεύει. Τίποτα δεν της δίνει χαρά παρά μόνο το εγγόνι της που έχει το ίδιο όνομα με τον άντρα της. 

       Η γυναίκα του αδερφού μου, σκεπτόμενη πονηρά, άρχισε να βάζει λόγια στον αδερφό μου και στην μητέρα μας εναντίον μου έτσι ώστε να καρπωθούν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας. Σε αυτό συντελούσε η αδυναμία της μάνας μας στο μονάκριβο εγγόνι της και ότι εγώ δεν είχα οικογένεια. Μετά τον θάνατο  της μάνας και το άνοιγμα της διαθήκης, κατάλαβα ότι είχαν πετύχει το σκοπό τους και εγώ βρέθηκα αδικημένος και με ελάχιστη περιουσία.

       Η κατάσταση στο σπίτι ήταν αφόρητη, σε σημείο που σκεφτόμουν να ξενιτευτώ. Εκείνη την εποχή πολλοί άνθρωποι έφευγαν μετανάστες σε διάφορες χώρες του εξωτερικού για μια καλύτερη ζωή. Έτσι σκέφτηκα τον φίλο μου τον Στέφανο που είχε φύγει την προηγούμενη χρονιά για την Γερμανία. Μου είχε γράψει πως είχε βρει μια καλή δουλειά και πως μπορούσε να με φιλοξενήσει μέχρι να βρω δουλειά και δικό μου σπίτι. Έτσι κι έγινε! Χωρίς την βοήθεια του δεν νομίζω να τα είχα καταφέρει.

        Τα χρόνια πέρασαν και πλέον μετά από σκληρή δουλειά είχαμε και οι δύο καλή δουλειά, αρκετά χρήματα και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τόσα χρόνια οι επαφές μου με τη Ελλάδα ήταν ανύπαρκτες. Τα παιδιά μου πολλές φορές μου ζητούσαν να τους μιλήσω για την Ελλάδα αλλά δεν την είχαν επισκεφθεί ποτέ αν και πολύ θα ήθελαν. Δεν σας κρύβω ότι και εμένα μου άρεσε η ιδέα και δεν το απέκλεια να συμβεί.

        Όμως το ταξίδι το έκανε πιο γρήγορα από εμένα ο Στέφανος. Όταν γύρισε μου είπε τα νέα της πατρίδας και φυσικά της οικογένειας μου τα οποία δεν ήταν ευχάριστα. Ο αδερφός μου, ύστερα από άστοχες ενέργειες και την πολυτελή ζωή που έκανε η γυναίκα του, έχασε την περιουσία του. Η γυναίκα του τον παράτησε και είχε μείνει μόνος με το παιδί του περνώντας δύσκολα οικονομικά. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος με αυτά τα νέα και σε μια συζήτηση που κάναμε με την γυναίκα μου και τα παιδιά , αποφασίσαμε να βοηθήσουμε οικονομικά τον αδερφό μου εξοφλώντας ένα μεγάλο μέρος των δανείων που είχε προς τις τράπεζες χωρίς εκείνος να το ξέρει. Έτσι κανονίσαμε το ταξίδι μας για την Ελλάδα. 

       Φτάνοντας στην Αθήνα και αφού τελειώσαμε με τα οικονομικά θέματα του αδερφού μου αποφασίσαμε να πάμε στο χωριό για λίγες μέρες ξεκούρασης. Στο χωριό, ο αδερφός μου είχε ειδοποιηθεί  από την τράπεζα ότι είχε αποπληρωθεί το δάνειο του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως έγινε αυτό. Όταν έφτασα με την οικογένεια μου στο χωριό όλοι μάς υποδέχτηκαν με χαρά και μαζεύτηκαν  όλοι στην πλατεία να μας καλωσορίσουν. Το νέο έφτασε και στο σπίτι του αδερφού μου που μαζί με τον γιο του έτρεξε στην πλατεία να μας συναντήσει. 

      Τότε κατάλαβε ποιος κρυβόταν πίσω από την πληρωμή των δανείων και με αγκάλιασε αναγνωρίζοντας το λάθος που έκανε. Από τότε οι επαφές μας είναι συχνές και περνάμε τα καλοκαίρια μας όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι.