Αλλαγή τέλους "Μεταμόρφωση".

«Τι θέλετε;» τη ρώτησε ο κύριος Σάμσα, τον οποίο η καθαρίστρια σεβόταν περισσότερο από την υπόλοιπη οικογένεια. Η χοντρή γριά ξέσπασε σε γέλια και δεν κατάφερε να του απαντήσει αμέσως…

…Μα καλά τι λέτε; Ζούμε τόσο καιρό με μία ιδέα; Τι τους φέραμε αυτούς εδώ; Η κυρία γιατί δουλεύει τόσο πολύ ανούσια; Είπε προσπαθώντας να παραμείνει όσο πιο σοβαρή γινόταν. Ο κύριος Σάμσα την κοίταξε περιφρονητικά γιατί νόμισε ότι ήταν η ώρα που παίρνει εκείνο το χαπάκι κρυμμένη πίσω από το ψυγείο. Η γρία νευρίασε και τον ξαναρώτησε επίμονα. Με κοροϊδεύετε τόσο καιρό; Τότε, η Γκρέτε ούσα η πιο περίεργη να μάθει τι λέει, σηκώνεται από την πολυθρόνα και της πιάνει τον ώμο συμπονετικά. Τι έπαθες καλή μου γριά, έφαγες σήμερα; Γεμάτη ταραχή η γριά αρπάζει από το χέρι την μικρή Γκρέτε και την πηγαίνει στο δωμάτιο του Γκρέγκορ. 

     Ο Σάμσα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, πιο ανθρώπινος από ποτέ. Η Γκρέτε αμέσως ούρλιαξε και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώθηκαν γύρω από το κρεβάτι. Τον κοιτούσαν ασταμάτητα με μία απορία στο βλέμα τους προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν το μυστήριο που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Ο Γκρέγκορ ξύπνησε και όλοι είχαν πλήρη επίγνωση των γεγονότων, αλλά δεν τους ένοιαζε. Η μητέρα του τον αγκάλιασε, ενώ η αδερφή του δακρυσμένη, του έσφιξε το χέρι. Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι.  Πίστευαν ότι ήταν ένας απλός εφιάλτης και από αύριο όλα θα επέστρεφαν στην κανονική τους ροή. Όλοι εκτός από τον Γκρέγκορ. 

     Δεν μίλησε σχεδόν καθόλου όλο το βράδυ. Οι γονείς και η αδερφή του κοιμήθηκαν γαλήνια μετά από καιρό και μπορούσαν πλέον να ξυπνήσουν για να ετοιμάσουν το οικογενειακό πρωινό και όχι για να πάνε στην δουλειά . Έτσι και έγινε. Η κυρία Σάμσα και η Γκρέτε έφτιαξαν το πιο όμορφο πρωινό και ο κύριος Σάμσα ξεκίνησε να διαβάζει την εφημερίδα του ανέμελος. Μόνο ο Γκρέγκορ δεν είχε βγει από το δωμάτιό του.

     Όχι όμως για πολύ. Μόλις έκλεισε και το τελευταίο κουμπί της βαλίτσας του, άνοιξε την πόρτα και γεμάτος μίσος και απογοήτευση κοίταξε επιδεικτικά την οικογένειά του. «Έτσι συμπεριφέρεστε λοιπόν σε κάποιον που σας είναι άχρηστος. Έτσι συμπεριφέρεστε στο ίδιο σας το παιδί. Περιθωριοποιημένος τόσο καιρό σε ένα δωμάτιο, με αποκληρώσατε όλοι επειδή ήμουν αηδιαστικός. Έπρεπε να φέρνω λεφτά για να χαμογελάσετε δηλαδή; Δεν τους αποχαιρέτησε. Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και ατένισε το μέλλον που ανοιγόταν μπροστά του. Τέντωσε το κορμί του και ασυναίσθητα έκανε τον εαυτό του να νιώθει σίγουρος  για τις καλές προθέσεις του για τα όνειρά του.

     Κανείς δεν ξέρει γιατί και πώς. Ξέρουμε μόνο ότι έτσι έγινε.