«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

  Κάθε καλοκαίρι όταν ήμουν μικρός πηγαίναμε στο χωριό για διακοπές. Με τον πατέρα μου ήμουν από πάντα πολύ πιο δεμένος από την μητέρα μου, αφού εκείνος ήταν  πιο ελαστικός ενώ εκείνη ήταν πιο αυστηρή και λειτουργούσε ως το όργανο της τάξης στην οικογένεια. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν την αγαπούσα. Αλλά αισθανόμουν μια ψύχρα από αυτήν, ενώ πάντοτε αισθανόμουν ζεστασιά και αγάπη από τον πατέρα, παρόλο που δεν τον έβλεπα πολύ λόγο των ωραρίων της δουλειάς του. Και όποτε γυρνούσε ήταν κουρασμένος,  αλλά προσπαθούσε να τον κρύψει για να έχουμε λίγο χρόνο μαζί.

      Για αυτό και το καλοκαίρι που είχαμε χρόνο κάναμε τα πάντα μαζί. Με πήγαινε για ψάρεμα, παίζαμε ποδόσφαιρο και ό,τι μπορείς να σκεφτείς ότι μπορεί να κάνει ένας πατέρας με τον γιό του. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι αρρώστησε βαριά και δεν άντεχε να κάνει τίποτα. Ήμουν συνέχεια κοντά του και ενώ ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πως θα τον έχανα, αυτή η ιδέα ερχόταν όλο και πιο κοντά και γινόταν μια πραγματικότητα καθώς μέρα με την μέρα που περνούσε έβλεπα την φλόγα μέσα του, που άλλοτε έκαιγε τα πάντα στο πέρασμα της, να χαροπαλεύει όπως η φλόγα ενός κεριού στον άνεμο. Ούτε έναν μήνα δεν άντεξε και κατέληξε. 

 Ο θάνατός του ήταν η αρχή για μία μικρής διάρκειας αλλά ταυτόχρονα σκοτεινής περίοδο της ζωής μου. Ήμουν συνέχεια στο κρεβάτι, δεν ήθελα να σηκωθώ, να πάω στο σχολείο, να συναντηθώ με τους φίλους μου. Δεν ήθελα καν να φάω. Ο θάνατός του με είχε συντρίψει. Το ίδιο είχε συμβεί και με την μητέρα μου. Ποτέ δεν την θυμάμαι να είναι ο υπερβολικά χαρούμενος άνθρωπος, αλλά φαινόταν πως της έλειπε. Μπορεί να  ήμουν μικρός τότε αλλά μπορούσα να καταλάβω ότι τον αγαπούσε παρόλο τους θυμάμαι μόνο να τσακώνονται. Την είχε διαλύσει, και σε συνδυασμό με τις υπερωρίες που έπρεπε να δουλέψει για να καλύψει τα έξοδα ήταν πάντοτε κουρασμένη και εκνευρισμένη.

     Περιέργως, μου συμπεριφερόταν με υπομονή και από τότε ήρθαμε πιο κοντά. Αυτό το δέσιμο με βοήθησε να ξεπεράσω τον θάνατο του. Ξεκίνησα πάλι να πηγαίνω σχολείο και επιπλέον ξεκίνησα να βοηθάω και την μητέρα μου στο σπίτι. Αρχικά έπλενα τα πιάτα, ενώ στην συνέχεια ξεκίνησα να την βοηθάω σε ότι μπορούσα, γιατί έτσι και περνούσαμε χρόνο μαζί και της έκανα λίγο πιο εύκολο και ευχάριστο το πρόγραμμα της. Σιγά σιγά εκείνη η περίοδος ξεκίνησε να ξεθωριάζει από την μνήμη και αντικαθιστάτε από της νέες χαρούμενες αναμνήσεις. Έτσι παρότι έχασα έναν γονιό κέρδισα έναν άλλον με τον οποίο χάρηκα τις πιο ευτυχισμένες  μέρες της ζωής μου.