«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»
Μπήκανε στην αίθουσα. Εκείνος περίμενε απ’ έξω. Ήτανε φοβισμένος. Το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. Ένιωθε τα πόδια του να παραλύουν. Σκαρφάλωσε σε ένα περβάζι για να καταφέρει να δει έστω και λίγο το τι συνέβαινε. Μάταια. Το ύψος του δεν τον «βοηθούσε». Τελικά είχανε δίκιο οι υπόλοιποι που τον φώναζαν «τάπα». «Αλλά τι σημασία έχει αν είσαι ψηλός ή κοντός ; Σάμπως οι ψηλοί γλυτώνουν το κατσάδιασμα;», αναρωτήθηκε. «Καμία διαφορά δεν κάνει το ύψος» είπε στον εαυτό του και άρχισε πάλι να αγχώνεται. Είχε περάσει ,ήδη, ένα τέταρτο το οποίο του είχε φανεί σαν αιώνας. Ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος στο χρυσό του ρολόι. «Μπορεί να χάλασε», σκέφτηκε. Όντας σκουριασμένο από τα χρόνια θα ήταν λογικό κάποια στιγμή να «σταματήσει». Το ρολόι ήταν του παππού του. Του το είχε κάνει δώρο λίγο πριν «φύγει για ένα ταξίδι στο εξωτερικό » ,όπως χαρακτηριστικά του είχε πει η μητέρα του. Ήτανε μόλις στην τετάρτη δημοτικού όταν τον είδε για τελευταία φορά. Αναπάντεχα, τον έπιασε μια νοσταλγία για τον παππού του.
Άρχισε να αναπολεί όλες εκείνες τις στιγμές που πέρασε μαζί του. «Ήτανε καλός άνθρωπος. Ο μόνος που με καταλάβαινε.», σκέφτεται. Συνήθως καθότανε στο σαλόνι σε μια μεγάλη, κόκκινη πολυθρόνα. Σχεδόν πάντα διάβαζε την αγαπημένη του εφημερίδα και έλυνε σταυρόλεξα. Τον θυμάμαι να τσακώνεται καθημερινά με την κόρη του –την μάνα μου δηλαδή- η οποία με ανάγκαζε να διαβάζω πολλές ώρες. «Μην το ταλαιπωρείς από τώρα το παιδί» έλεγε με την γερασμένη και καταπονημένη από τα χρόνια φωνή του. «Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου» του απάνταγε εκείνη με έναν αυστηρό τόνο. «Δεν σκοπεύω να τον αφήσω αγράμματο όπως έκανες εσύ με εμένα» του έλεγε. Ο παππούς έσκυβε, αμέσως, το κεφάλι του και ένα δάκρυ διέτρεχε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. Τον πλήγωναν τα λόγια της μάνας μου, ακόμα, και αν προσπαθούσε να το κρύψει. Και εκείνη ,όμως, μετά από λίγο τον αγκάλιαζε λέγοντας του με ήρεμο τόνο πως «ο μικρός-αναφερόμενη σε εμένα- θα πρέπει να μάθει πέντε γράμματα, για να βρει μια δουλειά την προκοπής και να μην ταλαιπωρείται όπως εγώ».
Ξαφνικά, ακούστηκε το τρίξιμο της παλιάς, ξύλινης πόρτας. Στο πάτωμα διαγράφονταν η σιλουέτα της μητέρας του. Ο «μικρός» πλέον έτρεμε. Άρχισε να ιδρώνει. Εκείνος ζεσταίνονταν, παρόλο, που ήταν Φεβρουάριος. Η μητέρα του βγήκε από την αίθουσα και τον κοίταξε με ένα αινιγματικό βλέμμα. Πριν προλάβει να την ρωτήσει το οτιδήποτε εκείνη του απάντησε με ένα στεγνό και ψυχρό «στο σπίτι». Κατάλαβε ,αμέσως, πως δεν πρόκειται να γλυτώσει ούτε την κατσάδα αλλά ούτε την τιμωρία. Σε όλη την διαδρομή προς το σπίτι περπατούσε δίπλα της με κατεβασμένο το κεφάλι. Έμοιαζε σαν να ήθελε να μετρήσει όλα τα χαλίκια που συναντούσε στον βρεγμένο και γλιστερό δρόμο. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει. Μόλις, φτάσανε σπίτι εκείνη έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ με μπόλικο καϊμάκι και αρκετές μπουρμπουλήθρες ενώ ταυτόχρονα, ζέσταινε το γάλα του γιου της. Ο «μικρός» είχε καθίσει δίπλα στο τζάκι σε μια ξύλινη, γεμάτη σχέδια καρεκλίτσα με τρία πόδια η οποία ήταν ασταθής καθώς το ένα πόδι ήταν ελαφρώς κοντύτερο από τα άλλα δυο. Η μητέρα του έκατσε στην πολυθρόνα «του παππού» και του έδωσε το γάλα. « Μαμά, θα προσπ…» είπε ο «μικρός» πριν τον διακόψει η φωνή της μητέρας του. «Ησύχασε» του αποκρίθηκε εκείνη. «Θέλω να ξέρεις ότι σήμερα με έκανες πολύ περήφανη και θα ήθελα να σε συγχαρώ για την προσπάθεια που κάνεις στο σχολείο» του είπε χαμογελώντας. Εκείνος έμεινε άναυδος. Δεν μπορούσε να πιστέψει τα όσα άκουσε. Αγκάλιασε την μητέρα του και κατάλαβε πως εκείνη την ημέρα «την είχε γλυτώσει»…