«Αμάρτημα της μητρός μου», «Τα Ρέστα»

«Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:

Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν

κι αγκαλιαστήκαν

μ' αυτή στον κάθε γύρο

κοιτάει τριγύρω...

 Επιτέλους , ένιωθες ο ίδιος μια ανακούφιση, ένιωθες πως επιτέλους ίσως κάτι θα άλλαζε και σκεφτόσουν « ίσως αυτή η φορά να μην είναι σαν τις άλλες, ίσως στην τελική εγώ βλέπω τα πράγματα στραβά, ίσως να μην είναι τόσο κακή η μάνα και άδικα να την κατηγορώ, ίσως … ίσως …ίσως…». Χαιρόσουν. Όμως, ξανά τα πράγματα ήρθαν όπως ήταν αναμενόμενο. Η χαρά αυτή δεν ήταν παρά κάτι προσωρινό.

 Η γλυκιά μελωδία του γραμμοφώνου  σταδιακά σβήνει και στη θέση της μια έντονη βαβούρα αντηχεί στο δικό μας σπιτικό.  Στο άκουσμα αυτό με διαπερνά ένα κύμα κρύου ιδρώτα και νιώθω την καρδιά μου να πάλλεται όλο και πιο γρήγορα και το στομάχι μου να ανεβαίνει.

 Η περιέργεια μου με ωθεί στο σαλόνι. Πρώτη εικόνα - ο εραστής της μητέρας, ο μυστήριος κύριος, να στρέφει τα νώτα του προς την έξοδο κοιτάζοντας χαμηλά και η μητέρα με δάκρυα στα μάτια να φωνάζει 

« Εγώ στα έδωσα όλα, επένδυσα ψυχή και κορμί στη σχέση αυτή και το αντάλλαγμα. Εσύ να χαρίζεις τα φιλιά σου σε άλλη γυναίκα;»

 Θα σοκαριζόσουν και εσύ, θα οργιζόσουν μα αν σου έλεγα ότι έχει συμβεί άλλες τόσες φορές; 

Ο χρόνος σταματάει και εισέρχομαι σε εξωσωματική εμπειρία. Με βλέπω σε ένα κενό λευκό δωμάτιο. Εγώ αντιμέτωπος με τις σκέψεις μου. Οι σκέψεις μου βέλη και το σώμα μου, προορισμός τους.

«Πως γίνεται να με χλευάζει και να με καταπιέζει εμένα και τα συναισθήματα μου λέγοντας με αδύναμο όποτε τα εκφράζω,  μα αυτή να έχει το δικαίωμα να νιώθει και να πράττει όπως της λάχει. Μήπως όμως έχω άδικο; Μήπως δεν είναι στην ανδρική φύση τα συναισθήματα.

Η μητέρα το λέει και το ξαναλέει « Γίνε άντρας επιτέλους !»

Ξαφνικά νιώθω πως επιστρέφω στο σώμα μου και ο χρόνος κυλά ξανά. Η μητέρα γυρίζει και με κοίτα ,μου λέει να φύγω, να μπω στην καμάρα μου. Ο κύριος φεύγει και η μητέρα κλαίει. Το κλάμα της αντηχεί από τοίχο σε τοίχο. Βρίσκομαι ξανά αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Μόνο που αυτήν την φορά με τα συναισθήματα μου, όσα δηλαδή μου έχουν απομείνει.

Πρέπει να τρέξω να την αγκαλιάσω, να την παρηγορήσω, να την ησυχάσω… Πως όμως θα τα κάνω όλα αυτά.. τι θα της πω. Η καρδιά μου κούφια και τρυπημένη, το στόμα μου στεγνό ,σάλιο δεν απομένει έχει στεγνώσει. Και το λουρί η σκέψη μου που με βασανίζει.

 «Πού  είσαι μάνα» αναρωτιέμαι. 

Δε λαμβάνω απάντηση

«Που είσαι μάνα» ξαναρωτώ.

Δε λαμβάνω απάντηση.

 Θα αναρωτηθείς , γιατί ρωτώ και ξαναρωτώ. Ποιο το νόημα?

 Η ερώτηση δεν τίθεται προς τη μάνα. Η σιωπή όμως εξισώνεται με τη μόνιμη απουσία της.