Η ΦΟΝΙΣΣΑ ….διαφορετικό τέλος

       Η Γιάννου αφού εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο αποφάσισε να δημιουργήσει παγίδες και τρόπους διαφυγής. Ήταν βράδυ  κι έπεσε να κοιμηθεί, όμως το όνειρο επανήλθε: τα κοριτσάκια της έλεγαν -μας γέννησες- αγκάλιασε μας -παίξε παιχνίδια μαζί μας -δεν μας αγαπάς; Ξάφνου η στέρνα δίπλα από τα παιδιά έγινε κόκκινη 

-πρέπει να φύγουμε, είπαν και το νερό χωρίστηκε σε δύο μέρη. Φλόγες πετάχτηκαν και μία σκιά εμφανίστηκε. Με βαριά, δυνατή φωνή η Σκιά είπε:

- Ελάτε παιδιά! Όσο για σένα θα σε κανονίσω αργότερα… 

     Η Φραγκογιαννού ξύπνησε και κατευθείαν άρχισε να σκαλίζει πέτρες κάνοντας τες αιχμηρές. Έκοψε κλαδιά διαφόρων μεγεθών και ξεκίνησε την δουλειά. Έφτιαξε μαχαίρια, δόρατα, τσεκούρια και πολλά άλλα. Το σχέδιο της ήταν το εξής: σε περίπτωση που την έβρισκαν θα έτρεχε προς την εκκλησία του Αγίου Σώστη. Στη διαδρομή όμως θα έχει πολλά εμπόδια για τους «ταχτικούς». Τέλος όταν θα έφτανε στο πέρασμα, θα έφευγε με μία σχεδία. Το βράδυ ήρθε πάλι. Η Γιάννου δεν άντεχε άλλο άκουγε  τα κύματα τα οποία χτυπούσαν στους βράχους του σπηλαίου κάνοντας έναν ήχο σαν να έλεγαν: «Φόνισσα». Στο μυαλό της βρισκόταν το όνειρο, η Σκιά που της έδωσε την προφητεία του θανάτου της. Η Φόνισσα όμως δεν θα τα παρατούσε έτσι απλά. Ο ήλιος άπλωσε τα φωτεινά πέπλα του και η δεύτερη η μέρα ξημέρωσε. Πήγε σε κάποια χωράφια και μάζεψε χορταρικά. Άφησε το καλάθι της στη σχεδία, έλεγξε ότι όλα είναι έτοιμα σε περίπτωση που την κυνηγήσουν και μετά έπεσε για ύπνο. Το ίδιο όνειρο δεν την άφησε να κοιμηθεί. Αποφάσισε λοιπόν να φύγει με την σχεδία εκείνη τη βραδιά.

        Μέσα στο μαύρο σκοτάδι άρχισε το ταξίδι της. Ο καιρός ήταν ευνοϊκός. Μετά από οκτώ ημέρες ταξιδιού έφτασε στην Εύβοια. Επόμενος στόχος της ήταν να βρει ένα ήσυχο ορεινό μέρος να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της. Τα κοντινά χωριά δεν την αποδέχτηκαν διότι ήταν ξένοι και είχαν ακούσει ότι η  Φόνισσα δραπέτευσε από το νησί, οπότε αναγκάστηκε να περπατήσει άλλον ένα μήνα τρώγοντας χορταρικά και ζητιανεύοντας χρήματα σε ανταλλαγή με τα γιατροσόφια της. Τελικά έφτασε στην Χαλκίδα όπου κατάφερε να εγκατασταθεί και βρήκε δουλειά ως βοηθός μιας ράφτρας. Πολλοί μήνες πέρασαν και το καλοκαίρι ήρθε. Καθώς περπατούσε στην πόλη είδε από μακριά τον ειρηνοδίκη. Αυτός μόλις την είδε, θόλωσαν τα μάτια του και έτρεξε κατά πάνω της. Η Γιάννου ανήμπορη να τρέξει δεν αντιστάθηκε στον ειρηνοδίκη. 

-Μετά από τόσους μήνες σε βρήκα, είπε ο ειρηνοδίκης 

-πώς βρέθηκες εδώ;, ρώτησε η Φραγκογιαννού 

-πήρα μετάθεση 

-μην με συλλάβεις έχω ξεκινήσει μία καινούργια ζωή χωρίς παιδιά και ανησυχίες. Δεν υπάρχει λόγος να με στείλεις πίσω 

-ωραία αλλά θα σε ελέγχω κάθε μέρα για έναν χρόνο ώστε να μου αποδείξεις ότι άλλαξες. Αν φύγεις θα σε βρω κι αν σε βρω θα σε αφήσω στο έλεος του Θεού 

-πώς είναι τα πράγματα επάνω; 

-οι δύο γιοι σου γύρισαν από την Αμερική και έμαθαν τα καμώματα σου 

-πώς είναι; -

- Ζάπλουτοι και οι δύο. Εφηύραν το αεροπλάνο, το μεταφορικό μέσο που πετάει. Έμειναν άφωνοι όταν άκουσαν τι έκανες στα αθώα κοριτσάκια 

-είμαι πολύ περήφανη για αυτούς, ακόμα κι αν αυτοί δεν με αγαπάνε πια 

Ο ένας χρόνος πέρασε. Ο έλεγχος τελείωσε. Ο ειρηνοδίκης ερωτεύτηκε τη Φόνισσα που αρχικά μισούσε. Παντρεύτηκαν! Όμως ο ίδιος έκανε ένα μοιραίο λάθος: έστειλε γράμμα στον Γιάννη τον πατέρα των δύο κοριτσιών που έπνιξε καθώς έπαιζαν με το καλάμι στο ίδιο του το σπίτι. Πέρασαν άλλα δύο ευτυχισμένα χρόνια, όμως ο τιμωρός της φόνισσας έφτασε στην Χαλκίδα. Ο ειρηνοδίκης έλειπε από το σπίτι. Ο Γιάννης χτυπάει την πόρτα. Η Γιάννου ανοίγει και εκείνος περιμένει με το όπλο στο χέρι. 

-σκότωσες τα παιδιά μου, τη  μόνη χαρά που είχα σε αυτόν τον κόσμο! Θα ερχόμουν πιο γρήγορα, αλλά η γυναίκα μου αργοπέθαινε! Την μοιραία μέρα του θανάτου της, της υποσχέθηκα ότι θα πάρω εκδίκηση. Δεν μου άφησες τίποτα σε αυτόν τον άδικο κόσμο! Άξεστη γυναίκα! Ήρθε η ώρα να πεθάνεις! 

Την πυροβόλησε 7 φορές και με την όγδοη σφαίρα πυροβόλησε τον εαυτό του στο κεφάλι. Ο ειρηνοδίκης γύρισε και βρήκε το σπίτι του γεμάτο αίματα και άψυχα σώματα. Έκανε όμως το σωστό. Πήγε τα κουφάρια των νεκρών στη νήσο, όπου θάφτηκαν. 

Ο ειρηνοδίκης αυτοκτόνησε από τη λύπη του. Η Δελχάρω θέλησε να γεννήσει ένα παιδί με το όνομά της φόνισσας αλλά πέθανε στην γέννα. Η Αμέρσα παντρεύτηκε και η Κρινιώ το ίδιο. Ο Μιχάλης βγήκε από τη φυλακή και έζησε μία ήσυχη ζωή. Ο Στάθης πετροβολήθηκε  στην πλατεία του χωριού, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. ο Γιαλής έζησε μια ζωή στα πλούτη, χωρίς να παντρευτεί. Όσο για τον Μητράκη… Δεν μαθεύτηκε ποτέ τι απέγινε…